Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Σκέψεις πάνω στα «ΆΛΛΑ ΡΟΥΧΑ» του Ζαχαρία Σώκου



γράφει ο Πάνος Σταθόγιαννης*


Είναι δύσκολο να δώσει κανείς ορισμό στο ερώτημα τι είναι, εντέλει, ποίηση. Μοιάζει να αντιστέκεται η ίδια, σχεδόν να αναιρεί και να χλευάζει κάθε ορισμό. Μας επιτρέπει μόνο όχι να τη γνωρίζουμε, αλλά να την αναγνωρίζουμε. Να τη βιώνουμε ως εσωτερική συγκίνηση, παράδοξο γλυκασμό και σκίρτημα της ψυχής,  τράνταγμα των σταθερών μας μέσω μιας απροσδόκητης χρήσης της γλώσσας. Μιας γλώσσας που παύει πια να υπηρετεί τις ανάγκες της πρακτικής επικοινωνίας και συνεννόησης ή της ερμηνείας του κόσμου και του εαυτού, και καταβυθίζεται σε εκείνη τη σχεδόν μετά-συνειδησιακή κατάσταση όπου πάντα (ο χρόνος όλος του ανθρώπου και του σύμπαντος κόσμου) είναι ήδη συντελεσμένα. Γι’ αυτό και μπορούν να νοηματοδοτηθούν από την αρχή, να ονοματιστούν από την αρχή, να ανακαλυφθούν από την αρχή και να αποκαλυφθούν (χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο με τη βιβλική του σημασία) με μια απρόσμενη και πολύσημη παρθενικότητα.
Σ’ αυτές τις σκέψεις με οδήγησε η ανάγνωση των ποιημάτων του Ζαχαρία Σώκου, φίλου και συνεργάτη από τα παλιά, που κυκλοφόρησαν πριν μερικούς μήνες υπό τον τίτλο “Άλλα Ρούχα”. Γιατί αυτό ακριβώς κάνει η ποίησή του – επικαιροποιεί σε ένα διαρκές “τώρα”, σε ένα εύπλαστο και ρευστό “παρόν” τη συλλογική μας μνήμη, όπου τα πρόσωπα, τα πράγματα και τα γεγονότα τα συντελεσθέντα, οι επιθυμίες και τα όνειρα αλληλοδιαπλέκονται, ανταλλάσουν μεταξύ τους φορτία και ουσίες για να εμφανιστούν και πάλι στην επικράτεια της Γραφής όχι ως πραγματικότητες, αλλά ως αλήθειες.
Μιλώντας εδώ για αλήθειες, έχω υπόψη μου το αριστοτελικό «αληθεύειν εστί κοινωνείν», πράγμα που σημαίνει ότι οι αλήθεια του Ζαχαρία Σώκου χωρίς να είναι απαλλαγμένες από το στοιχείο της υποκειμενικότητας, απέχουν πόρω από επικρατούσα σήμερα άποψη της μετανεωτερικότητας, όπου η ατομική θέαση είναι η μόνη δυνατή, θρυμματίζοντας τον κόσμο σε ασύμπτωτα μεταξύ τους και αυθαίρετα “εγώ”. Γιατί ο Ζαχαρίας Σώκος, ακόμα κι όταν μιλάει για πρόσωπα και πράγματα εντελώς δικά του (τη μητέρα του για παράδειγμα, τους φίλους του, τις εμπειρίες του από το στρατό, την ιδιαίτερη πατρίδα του) καταφέρνει να διευρύνει με τέτοιον τρόπο την ατομικότητά του ώστε να χωράει εντός της και εμένα, τον άλλον, τον αναγνώστη, τον πλησίον, τον συνάνθρωπο. Να ξεκλειδώνει και στην ετερότητα την ιδιοπροσωπία, να κοινωνεί, να επικοινωνεί, να καθιστά δηλαδή τον λόγο του σε τόπο κοινό.
Είναι πολλές οι προσωπικές αναφορές στην ποίησή του. Ο Σώκος απευθύνεται, συχνά χρησιμοποιώντας το δεύτερο ενικό ή πληθυντικό πρόσωπο, σε πρόσωπα που πέρασαν από τη ζωή του και τον σημάδεψαν, πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού και φιλικού του περίγυρου, όπως και σε πρόσωπα της πρόσφατης ή απώτερης ιστορίας και της μυθολογίας μας. Όχι για να μας φανερώσει τον τρόπο που καθρεφτίστηκαν μέσα του ή ο ίδιος σε αυτά (κάτι τέτοιο θα αφορούσε μόνο τον ίδιον, άντε και τον ψυχαναλυτή του), αλλά με έναν τρόπο άλλοτε στοχαστικό και άλλοτε γεμάτο συγκινησιακή δόνηση να διευρύνει και τη δική μας εσωτερικότητα, να λειτουργήσει προσθετικά και σε εμάς. Η ποίηση του ποιητή Ζαχαρία Σώκου δεν είναι η επιβολή του εγώ επί των τεκταινομένων, αλλά, αντίστροφα, η γεμάτη έγνοια διερεύνηση (με όρους πάντα αισθητικούς και ηθικούς) του πως τα σπουδαία, τα άξια λόγου, τα διαρκώς επαναλαμβανόμενα της τραγικής μοίρας του σύνολου ανθρώπου σημαδεύουν και σφραγίζουν την ξεχωριστή μονάδα. Οι δημιουργίες του Ζαχαρία Σώκου είναι διαποτισμένες από ανθρωπιά.
Τα θέματα που τον απασχολούν είναι τα σημαντικά. Αυτά που απασχολούν ως ερωτήματα περισσότερο παρά ως απαντήσεις την παγκόσμια ποίηση από καταβολής κόσμου. Ο έρωτας (ως έλξη, ως επιθυμία εξόδου από το θωρακισμένο εγώ, ως τάση προς τον συσχετισμό), ο θάνατος (ως απώλεια, ως φθορά των πάντων, ως ερήμωση), και το νόημα (ως στοχασμός επί της κίνησής μας ανάμεσα στα δύο όριά μας, ως διαπιστωτικά αξιολογική διερεύνηση της ίδιας της έννοιας της ζωής).
Μάλλον γι’ αυτό είναι τόσοι οι άνθρωποι στη γραφή του. Απλοί οι περισσότεροι, αυτοί με τους οποίους ο ίδιος έσμιξε τα χνώτα του, αλλά και άλλοι, άγνωστοί του, από της σελίδες τις ιστορίας μας παρμένοι ή από σελίδες άλλων συγγραφέων (ο Καραΐσκος ή ο Σταυρόγκιν του Ντοστογιέφσκι για παράδειγμα) που με τρόπο έμμεσο προσδιόρισαν το σύστημα της σκέψης του. Σ’ αυτούς τους τελευταίους ανήκουν και κάποιες “περιθωριακές” μάλλον περσόνες της μυθολογίας μας από τα Ομηρικά έπη κυρίως,  τις οποίες ο τιμώμενος από όλους εμάς σήμερα ποιητής τους βγάζει από τη λήθη και τους ξαναζωντανεύει για να προχωρήσει σε μια επανεκτίμηση της βιοτής τους και έναν στοχασμό επί των πεπραγμένων τους.
Το ύφος του είναι στρωτό και η γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν επιχειρεί να εντυπωσιάσει με ακροβασίες – ο Σώκος μοιάζει να μην χάνει ποτέ τον στόχο του, που είναι ο χαμηλός τόνος της εκμυστήρευσης, του φανερώματος, του μοιράσματος, που δεν αντέχει τις υπερβολές, τις φιοριτούρες και τις πιρουέτες. Εξαιρετική είναι και η χρήση των επιθέτων στα ποιήματά του – των πιο επικίνδυνων για το ποίημα στοιχείων του λόγου. Τα επίθετά του, χωρίς να σηκώνουν κεφάλι από τις υπόλοιπες λέξεις, χωρίς να κουνάνε, ας πούμε, σημαιάκι, διευρύνουν το οπτικό μας πεδίο ή, μάλλον, ανοίγουν σε αυτό μια καινούργια θέασή του αιφνιδιαστικά ακριβή και καίρια. 
Ο Οδυσσέας Ελύτης, στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, ανέφερε ότι η νεοελληνική ποίηση έχει δύο πόλους – τον Σολωμό και τον Καβάφη. Στην παρούσα ποιητική συλλογή, ο ποιητής μοιάζει να κινείται και στους δύο – από το στοχαστικό του μεγάλου Αλεξανδρινού που υφολογικά και δομικά πλησιάζει τα αρχαιοελληνικά επιγράμματα και αποτελεί την απαρχή της , ας την πούμε έτσι, λόγιας ποιητικής μας παράδοσης, ως τον κόντε Διονύσιο, που αρδεύεται από την λαϊκή μας παράδοση, τα βυζαντινά δημώδη έπη και τα τραγούδια του λαού μας.
Αυτός ο διπολισμός στην ποίηση του Ζαχαρία Σώκου δεν μοιάζει να είναι συνέπεια μιας κάποιας αναποφασιστικότητάς του, κάποιου μετεωρισμού του, μιας που απ΄ό,τι δείχνει η ίδια η γραφή του, κινείται με ευκολία και στους δύο αυτούς δρόμους. Έχω όμως την αίσθηση (αν και πολύ πιθανόν αυτό μπορεί να οφείλεται και σε καθαρά δικές μου προτιμήσεις) ότι η δική του πορεία είναι αυτή που αντλεί από τη μη λόγια παράδοσή μας – τον εγγενή της σουρεαλισμό που δεν σχετίζεται με την πρόκληση, αλλά με την ευχέρεια στην πιο εκκωφαντική εικονοπλασία, τον λυρισμό της που όμως δεν λιγώνει, όχι από εγκράτεια αλλά από σέβας,  τον νατουραλισμό της, που δεν σοκάρει γιατί είναι πάντα ελεητικός, τους ρυθμούς της, που μοιάζουν να αντιστοιχούν στους εσώτερους παλμούς της καρδιάς μας.
Ο ποιητής που τιμάμε σήμερα είναι είναι στη βάση και στη ρίζα του λυρικός.  Κάτι τέτοιο δεν αποκλείει τον στοχασμό. Στην περίπτωση του φίλου Ζαχαρία Σώκου, μάλλον τον προϋποθέτει. Γιατί, σωστότερα, ο Ζαχαρίας Σώκος είναι ένας λυρικά στοχαστικός ή στοχαστικά λυρικός ποιητής – επιλέξτε.


Ο Πάνος Σταθόγιαννης είναι λογοτέχνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου