Δευτέρα 30 Μαΐου 2016

Kάποιες σκέψεις διαβάζοντας την ποιητική συλλογή της Ελένης Αράπη «Με βράγχια ανασαίνω»






εκδόσεις Γαβριηλίδης


το κορίτσι θάλασσα
πνίγει τα τελώνια στα άπατα
εντός της για πάντα
μόνο το μπάρκο αρμενίζει

Σκέφτομαι πόσο συχνά διαβάζοντας ποίηση ανακαλύπτουμε το υγρό σώμα των στίχων. Και δεν εννοώ σε καμιά περίπτωση τίποτε ειδυλλιακού χαρακτήρα απόπειρες. Μιλώ για την αληθινή ποίηση που αντέχει να βυθίζεται στη θάλασσα ως τον πάτο της ποιητικής εικόνας, προκειμένου να ανιχνεύσει εκεί πρώτα από όλα τον εαυτό της να αναπνέει με τον πανάρχαιο τρόπο της ζωής: με βράγχια. Έχει μια έλξη γοητευτική άραγε αυτό το βύθισμα; Ή μήπως η αναζήτηση της πρωταρχικής πηγής ζωής είναι μια απελπισμένη προσπάθεια διάσωσης, φυγής από το χωμάτινο φράγμα που περιζώνει τον άνθρωπο στερώντας του αέρα και πνοή;
Μια τέτοια κατάδυση συναντώ στην ποίηση της Ελένης Αράπη. Νιώθω διαβάζοντας πως τα περιθώρια έχουν στενέψει, γι’ αυτό και κραυγάζει εκτεθειμένη απολύτως

Ξέμειναν
χείλη αφίλητα
στήθη ανέγγιχτα
άχρηστο φύλλο.
Στα σκουπίδια
Κι αυτή η φλόγα
τόσο νερό
δε λέει να σβήσει.
Τσακίδια!

Ποίηση με κίνηση, με νεύρο, με θέση και άποψη, μέσα στη ζωή, την ίδια στιγμή που την καταγγέλλει. Μια γυναικεία ύπαρξη φορτωμένη τόσους ρόλους, συγκρουόμενους, που τείνουν να την καταπιούν. Αυτή, όμως, ανθίσταται, φωνάζει και επιτίθεται. Ξέρει την πορεία που θα ακολουθήσει, προς τη σωστική λέμβο της. Όχι, αυτή δεν είναι ένα ακόμη σκαρί από αυτά που πλέουν στα ήρεμα νερά και διαλύονται στο πρώτο σφοδρό συναπάντημα με την οργή της θάλασσας. Είναι φτιαγμένη από υλικά δοκιμασμένης αντοχής. Δεν προαναγγέλλει η φωνή της μια ακόμη φυγή μπροστά στα αδιέξοδα. Γράφει πατώντας πάνω στις παλαιότερες ποιητικές παρουσίες, ακολουθεί τη νοητή γραμμή (σωστική ενδεχομένως) συνομιλώντας με άμεσο ή έμμεσο τρόπο με την εκρηκτική φύση του Κάλβου, τον εναγώνιο στίχο του Σεφέρη, τον τρομακτικό εξπρεσιονισμό του Σαχτούρη, την παραδοξότητα των εικόνων του Εμπειρίκου. Και παρουσιάζει τη δική της πρόταση, ποιητική αρχικά,


πρόταση ζωής στον αναπόφευκτο συνειρμό της.



Θέτει τον απαράβατο όρο. Αυτός που θα θελήσει να δοθεί στον ποιητικό λόγο πρέπει να γνωρίζει ότι
Με αίμα κι ηδονή
γεννιέται η κάθε λέξη

Δεν ωφελεί χωρίς τη μείξη αυτή να στρώνει λέξεις στο χαρτί. Θα του ξεφύγουν, θα χαθούν. Γιατί η ηδονή, που η ποιήτρια εδώ επιλέγει ως απαραίτητο συστατικό του λόγου της, τρέφεται από το αίμα και με το αιμάτινο αυτό σαρκίο συστήνεται πρώτα στον ποιητή που στέκεται απέναντι στα ίδια του τα λόγια εκστατικός, και κατόπιν σε όλους τους θιασώτες της ποίησης, που αντλούν από το αίμα αυτό τη δική τους δύναμη.
Γιατί η ποίηση, όπως την αντιλαμβάνεται η Ελένη Αράπη, βγαίνει μέσα από τα αγκάθια και τον πόνο. Έτσι όμως αναδεικνύεται δυνατή και – με κάποια προσοχή χρησιμοποιώ εδώ τον όρο – ίσως ελπιδοφόρα. Αυτή την αίσθηση μου δίνει ο λόγος της, ότι δηλαδή έχει φορέα του ένα ποιητικό υποκείμενο που  βάζει θεμέλια γερά, ακόμα και όταν γκρεμίζει τα πάντα γύρω του.
Θα χτίσω ενάντια ενάντια
με μόνη μου ηδονή το γκρέμισμα.

Στην ποίηση αυτή μπαίνεις αφήνοντας στην άκρη όλα σου τα άρματα

Εκκλησία η ποίηση
γδύνεσαι τα’ άρματα
πλένεις τα χέρια ανάβεις κερί
καίγεσαι αυτό –
αναφλέγεσαι.
Η στάχτη που μένει
μοναδική αλήθεια.
Μπήκα πολεμιστής
και  προσκύνησα.

Η σκέψη μου έχει μείνει στη λέξη πολεμιστής και η εικόνα του μπροστά μου, έτσι ξαρματωμένος που προσκυνά. Είναι πόλεμος, λοιπόν, η ποίηση; Κι αν είναι ποια τα θύματά της; Ο ίδιος ίσως ο ποιητής που εισχωρεί στον λόγο της χωρίς τα όπλα του, χωρίς καμιά δικλείδα ασφαλείας; Κι όμως μόνον έτσι μπορεί να γίνει θηρευτής στιγμών, να φορέσει τα απλά, να γίνει ιχνευτής, σκοντάφτοντας σε ξένες αναμνήσεις και να πει
Τι κι αν η σάρκα μου
δεν έζησε, αυτές
υπήρξαν
καταξιώνοντας έτσι τον εσωτερικό κόσμο που αποθηκεύει λέξεις και εικόνες και τις φιλτράρει στη δική του σκέψη δίνοντας κάθε φορά τη δική του εκδοχή. Εν προκειμένω εδώ την ποιητική.

Όταν διαβάζεις τον ποιητικό λόγο και οι στίχοι δημιουργούν μέσα σου τους δικούς σου συνειρμούς, τότε λες ότι κάτι καλό συμβαίνει στα ποιητικά πράγματα. Αν είναι κάτι που αξίζει σ’ αυτή την περιπέτεια της στιχουργικής, είναι ακριβώς ο διάλογος που αρχίζει ανάμεσα στον ποιητή και στον αναγνώστη του. Και δεν έχει τόση σημασία αν καταλήξει σε συμφωνία ή διαφωνία η ιδιόμορφη αυτή συζήτηση. Όπως δεν μετράει η διάρκεια της θαλασσινής ανάσας με τα βράγχια των ψαριών. Η ποίηση έχει το ρίσκο της, και για τον ποιητή και για τον αποδέκτη.
όσοι γεννήθηκαν θάλασσες
μόνο με βράγχια ανασαίνουν
κι ας ναυαγούν διαρκώς

Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο ποιητικός λόγος αγαπά το υδάτινο τοπίο, ακόμη και με το ενδεχόμενο του ναυαγίου. Ίσως γιατί από τον βυθό συχνά ανασύρονται τα πιο πολύτιμα. Ή ίσως γιατί η καταβύθιση πάντοτε φέρει την ελπίδα μιας ανάδυσης.
Κοιτάζω στο εξώφυλλο το σχέδιο του Βαγγέλη Ρήνα και σκέφτομαι ότι η προσέγγιση της ποίησης αγγίζει την εικαστική αισθητική με έναν απόλυτο και ειλικρινή τρόπο. Αυτόν της αληθινής τέχνης που γράφει λέξεις και δημιουργεί εικόνες, που ζωγραφίζει εικόνες και απ’ αυτές πηγάζουν λέξεις.


Διώνη Δημητριάδου


Η Διώνη Δημητριάδου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη αλλά κατοικεί στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία και αρχαιολογία και δίδαξε σε δημόσια λύκεια. Ασχολείται με τη συγγραφή και με την κριτική λογοτεχνίας. Βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Νοών». Συμμετείχε σε συλλογικές εκδόσεις (εκδόσεις Σιδέρης, Μικρές εκδόσεις, Διάνυσμα). Έχει στο διαδίκτυο το προσωπικό ιστολόγιο «Με ανοιχτά βιβλία»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου